- αγωνιάτης
- ἀγωνιάτης, ο (Α) [ἀγωνία](για πρόσωπα) αυτός που αγωνιά, που αδημονεί, νευρικός, ανήσυχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγωνιάτης — nervous person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek